Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Παροιμίες σε στίχους

Παροιμίες σε στίχους με σκωπτική διάθεση.

ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Κοιμήθηκε η αλεπού
και κότες πια δε πιάνει.
Αν δε λαδώσεις μάστορα,
καλή δουλειά δε κάνει.

ΑΛΙΜΟΝΟ
Αλίμονο στη μοίρα μας,
κρίμα στο ριζικό μας,
τα ρούχα του έβαλε αλλιώς,
ν’ αλλάξει ο Μανολιός μας.

ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ
Ανάποδα φορτώματα
με τα κεφάλια κάτω.
Την πίτα ήθελε σωστή  
και το σκυλί χορτάτο. 

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Άμα δεν κλάψει το παιδί,
να φάει δεν του δίνουν.
Άλλοι για ώρα χάσκουνε
και άλλοι καταπίνουν

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ
Πέντε βόδια σου ’δωσα
και θέλω δυο ζευγάρια.
Τύχη αν έχεις σου γεννούν
αβγά τα πετεινάρια.
  
ΑΣΧΕΤΑ
Αν δε διαβούμε ανήφορο,
κατήφορος δε βγαίνει.
Δουλειά δεν έχει ο αργός,
το γάτο λει και δένει.

 ΒΛΑΞ
Κατηγορεί το σπίτι του
πέφτει και τον πλακώνει.
Πέντε βόδια του δίνουνε
ακόμα τα  ζευγαρώνει.

ΓΙΑΤΙ
Αλήθεια λες, κακό θα βρεις,
έτσι πολλοί το λένε
και σ’ Άγιο δίχως θαύματα ,
λιβάνι δε του καίνε.

ΕΜΠΟΔΙΑ
Θέλει ν’ αγιάσει διάβολε
μα συ δεν τον αφήνεις.
Και με τη βιάση το ψωμί
ψήνεις, δεν καλοψήνεις.

ΕΧΘΡΑ
Ένας φίλος δολερός
είναι φανερός εχθρός.
Κάν’ του δρόμο να περάσει
ο εχθρός σου πριν γεράσει.

ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΟΣ
Αν στο γάμο σου θα ’ρθεί
και του χρόνου θα σου πει.
Και κεφάλι δίχως μέτρα
θέλει χτύπημα στην πέτρα.
   
ΚΟΛΑΚΕΙΕΣ
Αφέντης είσαι αφέντη μου
κι ότι μου πεις θα κάνω
κι εγώ βαρέλι αδειανό,
φίλο ποτέ δεν κάνω.

ΛΟΓΙΚΟ
Το στόμα του μικρού παιδιού
σε γάλα θα μυρίζει,
κι’ αλάδωτη στο δρόμο της
η ρόδα δε γυρίζει.

ΠΑΘΟΣ & ΠΑΘΟ΄Σ
Η γάτα για το ψάρι της
τ’ αμπέλι της πουλούσε.
Σκύλο ο σοφός καλόπιανε
μα και ραβδί κρατούσε.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Κάποιος φυλάει τα ρούχα του
για να έχει τα μισά.
Και άλλος στα ψηλά κοιτά
και συχνά στραβοπατά.

ΣΙΓΟΥΡΙΑ
Κάλιο πέντε και στο χέρι
παρά δέκα και καρτέρι.
Και προτίμησε τη γνώση
απ’ τον πλούτο και το γρόσι.

ΣΥΓΧΥΣΗ
Από Αύγουστο Χειμώνα
κι από Μάρτη Καλοκαίρι.
Κι αρχάριος στο ζύμωμα
κακοκούλουρα στο χέρι.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ο κουτσός με το’ να πόδι
κούτσα-κούτσα πάει στην πόλη.
Κι αλίμονό του που πεινά
κι ελπίζει από τη γειτονιά.

ΦΥΣΙΚΟΝ !
Μια γάτα μέσα στο σακί
τους ποντικούς δεν πιάνει.
Ούτε και γάντια αν της φορείς
τέτοια δουλειά θα κάνει

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Αχ άνθρωπε...γιατί;

Που φτάσαμε τον κόσμο,
σκατά βρωμάει και δυόσμο.
Απαίσια οσμή!

Τα πλούτη και τα χρήματα
γίνανε αισθήματα.
Λάθος επιλογή!

Και στο χρηματιστήριο
σαν το καθαριστήριο,
ξεπλένουν τη ζωή!

Αγάπη που σε ρίξανε
και τ’άγρια ’κομα φρίξανε,
μα συ χωρίς ντροπή!

Γιατί καλέ μου άνθρωπε,
όταν σε λεν παλιάνθρωπε,
το έχεις για τιμή!

Κι αν αγαθό σ’ορίζουνε,
νομίζεις πως σε βρίζουνε.
Αχ άνθρωπε ! Γιατί ;

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Απάνθρωπη λογική


Γιατί μας εγκατέλειψες
Θεέ στη λογική μας !
Με ποία μέτρα και σταθμά
μετράμε τη ζωή μας !

Όντας φτωχοί, κακόμοιροι
τον όμοιο συμπονάμε,
τα ψίχουλα μοιράζουμε
και όλοι μας πεινάμε.

Όταν η τύχη, η δουλειά
αν θες κι οι ξένες πλάτες,
ακόμα κι αν μας βοηθούν
με «νόμιμες» απάτες,

ένστικτα μέσα μας ξυπνούν
με άγριες διαθέσεις,
ορμάμε για ν’ αρπάξουμε
των αλλονών τις θέσεις.

Τον πλούσιο μισούν πολλοί
τον πλούτο ’μως κανένας,
σαν κόρακες και τρωκτικά
σαν ταύροι της αρένας,

μαινόμενοι και άφρονες
δεν έχουμε φραγμούς,
κάθε κακό το κάνουμε
και ό,τι χωράει ο νους !

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Δε νιώθω τίποτα πια.

Κράτησα υπομονή,
πολύ μεγάλη.
Άντεξα στη βροχή,
στη παγωνιά,
στο λιοπύρι.
Τώρα όμως,
βρεμένο το μυαλό μου,
σάπισε.
Δε νιώθω τίποτα πια.
Ξεχύθηκε η αντοχή μου
στη βρώμικη άσφαλτο
της σύγχρονής ζωής.
Οι πληγές μου
αιμορραγούν αηδίες.
Απ’ τα πόδια ως το κεφάλι
νιώθω μια ζάλη.
Ένα φως θαμπό.
Σε άλλη κοινωνία θα μπω.
Φεύγω τώρα.
Άντε...Γεια !

Πως το αντέχω, μη ρωτάς

 Έγραψα για την Φρειδερίκη Καραμάνη Τζίπανα, όταν με ρώτησε:
«Πώς αντέχεις Γιώργο στη ξενιτειά;». Μάρτιος 2000

Σαν συλλογιέμαι φίλη μου
το διάβα μου στο χρόνο,
νομίζω πως διέπραξα
εκ προμελέτης φόνο!

Τι ήθελα και φύτρωσα
εκεί που δε με σπείραν,
ποιας μοίρας δύστροπης φτερά
με σήκωσαν με πήραν!

Ξένος σε χώρα άγνωστη
τι το’θελα εντέλει,
είχα και σπίτι και δουλειά
και στο τραπέζι μέλι!

Τη Γερμανία Φρίντα μου
δεν την αντέχουν όλοι,
για μερικούς παράδεισος
γι’άλλους θανάτου βόλι!

Με του χωριού τις θύμισες
τη σκέψη βασανίζω,
των πεύκων και των λιόδεντρων
το άρωμα μυρίζω!

Πως το αντέχω μη ρωτάς,
σκέψη πολύ δε θέλει,
πότε με ζώνουν διάβολοι
και πότε οι αγγέλοι!

Στη Σοφία Γραμματίδου

Έγραψα για την Σοφία Γραμματίδου,
από το Δραβίσκο Σερρών, οδοντίατρο στο Esslingen,Stuttgart Γερμανίας.
16 Ιουνίου 2000.

Χώρα θεών σε γέννησε
σε χρυσοφόρα κοίτη,
τ’ Αλέξανδρου είσαι παιδί
και κόρη του Αγγίτη.
  
Απ’ του Παγγαίου τις κορφές
το πέλαγο αγναντεύεις,
γλυκό κορίτσι, τί θωρείς
και πούθε ταξιδεύεις;

Σοφία σου ’δωσε ο Θεός,
Σοφία Γραμματίδου,
αγάπη σκόρπιζε αφειδώς,
το χρόνο μόνο φείδου.

Στα ξένα μέρη τι να βρεις,
τι ψάχνεις, τι γυρεύεις!
Τον πλούτο αγάπησαν πολλοί,
πλούτο και συ θηρεύεις;

Ενέσεις κι αναισθητικά
και τεχνητές μασέλες ,
ολημερίς σε πνίγουνε
σαν ύπουλες (α)βδέλλες

Αν σε αγχώνει η δουλειά,
η κούραση του αγώνα,
να φεύγεις, ν’ αναπαύεσαι
στις όχθες του Στρυμόνα.

Κι αν νοσταλγείς πολύ συχνά
το ιστορικό Δραβίσκο,
να πάρεις την απόφαση
και το μεγάλο ρίσκο.

Ταχέως εγκατέλειψε
Esslingen, ιατρείο
κι άμε στον τόπο που ’σμιξε
τ’ ανθρώπινο με το Θείο.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Το σαράκι της ξενιτειάς

Που λες Μαρία μια φορά
σε χρόνια περασμένα
εσφράγισα τα όμματα
τα πάτρια άφησα χώματα
και βρέθηκα στα ξένα.

Και μια και δυο και τύφλα μου
με μια γυναίκα δίπλα μου
ρίκνωσε* η ζωή μου

Ακόμα και οι φίλοι μου
καθώς περνούσε ο χρόνος
λησμονημένοι μένανε
τα δάκρυα υφάδι υφαίνανε
και για στημόνι ο πόνος

Έτσι 'μαθές Μαράκι μου
έτρωγε το σαράκι* μου
ολάκερη  τη ζωή μου.

12.04.2006
* ζάρωσε, συρρίκνωσε, σκέβρωσε
* μεταφορικά η θλίψη

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Στοχασμοί

Υπόγραψες ιστορική συνθήκη
με τον εαυτό σου
και τον εξουσιοδότησες
να ενεργεί κατά βούλησιν
και για λογαριασμό σου.
Έτσι όπως τα είπατε
σε κάποιο όνειρό σου.
Να’ ναι ο δρόμος σου μακρύς
με όλα τα αγαθά της γης.
Όμως πέσανε πολύ νωρίς
ολούθε οι συμφορές σου!

Geotas

Βραδινός περίπατος

            Γράφει ο Απόδημος
            Όταν γύρισα από το χθεσινοβραδινό περίπατο,
            έτσι ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα. Να καταγράψω,
            όσα στο περίπατό μου είδα, σκέφτηκα, έκανα.
            Έτσι για να ασχοληθώ με τη γραφή, γιατί όπως
            πάμε Τζωρτζ, θα ξεχάσουμε να γράφουμε.
            Αλλά και για να μείνουν σαν ένα μικρό, ελάχιστο
            βιογραφικό κομμάτι από τη ζωή μου στη Γερμανία.
            Και μάλλον αφήγημα θα το χαρακτηρίσω.
            Διότι θα είναι διήγηση και περιγραφή γεγονότων
            περιστατικών που είδε, έζησε, άκουσε ο αφηγητής.
            Και σκέψεις, κρίσεις του ιδίου.
            Εμού, δηλαδή της αφεντομουτσουνάδας μου!.
       
        Έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού που μένουμε, στέκομαι ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητά μας. Μετά μιλάμε για φτώχεια και παραπονιόμαστε που πάνε τα λεφτά και γιατί δε μας περισσεύουνε! Καλοπερασάκηδες γίναμε και πάντα ζητάμε το περισσότερο και «ψαχνόμαστε» συνέχεια και ανικανοποίητοι πάντα μένουμε. Τί άλλο ζητάμε; Ξύλο θέλουμε να φάμε, να ηρεμήσουμε.
         Ώρα 19.28΄. Βγήκα να περπατήσω, όπως κάνω κάθε μέρα σχεδόν από τις αρχές του Μάρτη, για γύμναση και αναψυχή. Όμως βγήκα αργά σήμερα. Κακώς, είναι πια κάπως επικίνδυνα να περπατάει κανείς στους έρημους δρόμους και του χωριού ακόμα και μάλιστα νύχτα με υγρασία και με κρύο. Δρόμοι αποξένωσης και μοναξιάς.
         Όταν γύρισα, μου το είπε και η γυναίκα μου και μου έκανε σύσταση να μην βγαίνω νύχτα. Δεν πρέπει να ρισκάρω. Είναι δύσκολες οι εποχές που ζούμε.   Όταν η ανεργία καλπάζει, η φτώχεια κυκλοφορεί γυμνή στους δρόμους και η νύχτα δίνει θάρρος στους πεινασμένους, που για λίγα ευρώ επιτίθενται σε μοναχικούς περιπατητές. Εντάξει, μπορεί να πει κανείς, πως εδώ δεν είναι τριτοκοσμική χώρα. Οι νόμοι σκληρά και άπονα εφαρμόζονται πλην όμως δίκαια. Και δε τολμά κανείς με ευκολία να παρανομήσει. Την ασφάλεια τη νιώθουμε γύρω μας ακόμα. Κατ΄ ευφημισμόν ακόμα!
         Και ο θυμόσοφος λαός μας-ο ελληνικός- λέει: Φύλαγε τα ρούχα σου…….!
         Σκέφτηκα να μην πάω μακριά και να προτιμήσω κεντρικούς δρόμους. Έτσι λοιπόν κατηφόρισα την Kantstrasse έστριψα αριστερά την Olgastrasse. Και σε λίγο πήρα δεξιά την Keplerstrasse. Φαρδύς δρόμος με εργοστάσια εκατέρωθεν.
         Κατά μήκος του δρόμου και μόνο δεξιά  σταθμεύουν φορτηγατζήδες και την αράζουν στη καμπίνα του αυτοκινήτου μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας περιμένοντας να ανοίξουν τα εργοστάσια και να φορτώσουν τις παραγγελίες, που θα μεταφέρουν εν συνεχεία προς κάθε κατεύθυνση στη Γερμανία ή το εξωτερικό. Να δύο οδηγοί καθισμένοι στο φορτηγό έτρωγαν ακούγοντας μουσική. Περπάτησα μέχρι το πάρκινγκ του index και διασχίζοντάς το έφθασα στο νέο εμπορικό κέντρο με την γενική ονομασία Einkaufszentrumdeizisau. (Άντε να διαβάσεις τη λέξη σιδηρόδρομο). Λειτουργεί από το πρωί 07.00΄ μέχρι το βράδυ 10.00΄. Αυτό είναι ! δουλειά ! Αυτοί είναι οι Γερμανοί ! Το τρίπτυχό τους είναι: Πρόγραμμα-Δουλειά-Πειθαρχία.  
         Μπήκα στο πολυκατάστημα Rewe να αγοράσω υγρό διαγραφής λέξεων tipp-ex και με την ευκαιρία να χαζέψω λίγο. Βρήκα κάτι ανάλογο. Δε μου άρεσε. Περιδιάβασα τα ράφια. Στάθηκα στα κρασιά και έψαχνα για ελληνικά, αλλά τίποτα. Ούτε ένα για δείγμα. Μόνο ούζο Πλωμαρίου είχε. Αλλά και τρόφιμα ελληνικά δεν είδα. Που και που και όταν φθάνουν φρούτα φράουλες, πορτοκάλια κ.λπ. παίρνω 2-3 σακούλες.
         Αλλά προς άρσιν πάσης παρερμηνείας και για να μην αδικήσω τη συμβία μου, πρέπει να πω, ότι αυτή ανέλαβε παν ότι έχει σχέση με τη γαστρονομία, τουτέστιν προμήθεια φρούτων, λαχανικών και άλλων υλικών για την  παρασκευή των φαγητών. Μπήκα δίπλα στο Penny , τίποτα και εδώ.  
         Έφυγα και διασχίζοντας το τεράστιο πάρκινγκ βάδιζα στη Gutenberg strasse.  Και σε λίγο μπαίνω στην κεντρική Plochingenstrasse.
         Έκανε κρύο τσουχτερό. Γύρω στο μηδέν υπολόγιζα τη θερμοκρασία, έριχνε και ένα ψιλοβρόχι και η υγρασία έφθανε στο κόκκαλο. Φορούσα ένα χοντρό μπουφάν, καπέλο τύπου τζόκεϊ και ένα αδιάβροχο. Έφθασα στο πολυκατάστημα Tengelmann. Και αυτό ανοιχτό. Μπήκα μέσα και έψαξα για tipp-ex. Βρήκα κάτι ανάλογο πάλι σε ταινία αλλά με τρία  τεμάχια.1,50 €. Τί να τα κάνω 3 τεμάχια; Ώσπου να ξοδέψω το ένα τα άλλα 2 θα ξεραθούν. Τα άφησα.
         Άσε είπα, θα πάρω αύριο από τη φράου Πούτς. Έχει ένα ψιλικατζίδικο, χαρτοπωλείο και προποτζίδικο. Είναι λίγο πιο πέρα. Το θυμήθηκα έτσι όπως το έγραψα και γέλασα
         Λέγεται Frau Putz. (Φράου=κυρία, Πουτς=επώνυμο). Τώρα το μαγαζί άλλαξε διεύθυνση αλλά το πρώτο όνομα μας έμεινε.     Όταν τα παιδιά μας πριν από 15 περίπου χρόνια πήγαιναν στο σχολείο το εξελλήνισαν και από φράου Πουτς το λέγανε φράου Πούτσα. Ναι, θα πάω εγώ ή η αγάπη μου αύριο να ρίξει το Lotto και θα πάρει και tipp-ex. Βγήκα από το σουπερμάρκετ(Tengelmann) και βλέπω στους πάγκους έξω ωραιότατα αχλάδια. Τα λιμπίστηκα και είπα να αγοράσω μια σακούλα. Ήταν και προέλευσης νοτίου Αφρικής. Ένας λόγος παραπάνω να ενισχύσω-έστω με την ελάχιστη μου συμμετοχή-την εξαγωγική αφρικανική προσπάθεια. Φυσικά εξυπακούεται, αγοράζω πάντα ελληνικά προϊόντα, όταν τα βρίσκω στην αγορά της περιοχής που διαμένω. Πήρα μια σακούλα 1.99 €  Μπήκα πάλι μέσα στο ταμείο να πληρώσω. Μόνη η ταμίας. Άδειο σχεδόν το μεγάλο αυτό μαγαζί. Δίπλα ένα τούρκικο κατάστημα τροφίμων. Από το άδειο χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων συμπέρανα πως θα είναι άδειο και αυτό. Άκουσα να λένε, πως αμφότερα τα καταστήματα θα κλείσουν. Μεγάλη ζημιά τους έκανε το εμπορικό κέντρο που άνοιξε πρόσφατα, όπως αναφέρω και πιο πάνω.
         Ενώ απομακρυνόμουν από το Tengelmann ξανασκέφτηκα τη λέξη λιμπίστηκα. Ξένη λέξη μου φαίνεται. Από το Libo; Ποιά άλλη λέξη θα ταίριαζε περισσότερο; Μήπως λιγουρεύτηκα; Λιμπίστηκα ή λιγουρεύτηκα. Κάποια από τις δυο φαίνεται ελληνική και η άλλη ξένη. Ποιά όμως; Όταν πάω σπίτι θα ανοίξω το "Μπαμπινιώτη". Γέλασα πάλι. Μου ήρθε η λέξη τυφλοσούρτης. Το βοήθημα σε κάθε απορία σχολική.
         Για μένα το λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας του καθηγητή της γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη δίνει τη λύση σε κάθε απορία σχετική με λέξεις ελληνικές.
        Και συνέχισα να περπατώ στο πεζοδρόμιο της Plochingen strasse.
        Έβγαλα το κινητό μου τηλέφωνο να δω την ώρα. Ήταν 08.00΄. Βραδινή φυσικά. Το κινητό μου τελευταία το χρησιμοποιώ κυρίως σαν ρολόι και σπανιότατα σαν τηλέφωνο. Μόνο σε απόλυτη ανάγκη κάνω χρήση του φορητού τηλεφώνου.
         Είπα φορητού; Μα πιο πάνω το σκέφτηκα κινητό. Εδώ πρέπει να καταθέσω την ένστασή μου αγαπητοί μου Συνέλληνες, όσον αφορά στην ορθή ονομασία του μετακινούμενου τηλεφώνου ως κινητό ή φορητό τηλέφωνο. Δεν κινείται η συσκευή του τηλεφώνου, αλλά φέρεται από τον κάτοχό του. Δηλαδή το παίρνει από τη σταθερή του βάση και το μετακινεί όπου πηγαίνει. Η ίδια συσκευή μόνη της δεν κινείται. Άρα πρέπει να λέγεται φορητό τηλέφωνο.
         Και μη τρελαθούμε, όταν ακούμε τους Γερμανούς να λένε πως αυτοί είναι απόλυτα σαφείς και σωστοί στη χρήση της γλώσσας τους !Το 70% των γερμανικών λέξεων έχουν ρίζες λατινικές και ελληνικές. Απλούστατα οι περισσότεροι(τι το ήθελα τώρα αυτό το περισσότεροι!)των Μεταναστών μας δεν γνωρίζουν καλά την γλώσσα μας.
         Τί θυμήθηκα πάλι ! Σε ένα διάλειμμα της δουλειάς(τώρα δε δουλεύω, είμαι στο στάδιο Alterteilzeit-άλτερτάιλτσάιτ, κάτι αντίστοιχο με την εθελουσία έξοδο στην Ελλάδα) ένας συνάδελφος με το που άκουσε να λέω τη λέξη γκαντέμης, με «κάρφωσε» αμέσως λέγοντας:
         Πώς την πάτησες; Εσύ αποφεύγεις να χρησιμοποιείς λέξεις των «αβάπτιστων». (Υπ΄ όψη αβάπτιστους εμείς εδώ λέμε τους εξ ανατολών γείτονες μας, τους τούρκους , για να μην πονηρεύονται ότι κάτι λέμε για αυτούς.).
         Είναι τόσες οι τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη και όσο να προσέχεις θα σου ξεφύγει κάποια.
         Όταν είχα γυρίσει στο σπίτι-μιλώ για τότε που δούλευα- έψαξα στον «Μπαμπινιώτη» και βρήκα πως η συγκεκριμένη λέξη γκαντέμης προέρχεται  από  την Αγγλική goddam (god+damned=θεοκατάρατος), ενώ σε μας το γκαντέμης σημαίνει κακότυχος.    
         Και προχωρώ. Και με αυτές και άλλες πολλές σκέψεις, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι κερδίζω βήματα, μέτρα. Ήδη κάλυψα περίπου 2 χιλιόμετρα Τώρα βρίσκομαι κοντά στο Cado. Αυτό είναι ένα κτίριο με ξενοδοχείο και στο ισόγειο μπαρ και εστιατόριο. Είναι η επιχείρηση που έχει αργία ημέρα Σάββατο.
         Προσωπικά μου φαίνεται παράξενο. Οι εργαζόμενοι συνήθως Σαββατοκύριακο βγαίνουν να διασκεδάσουν. Και αυτός Σάββατο είναι κλειστός. Έχει τους λόγους του. Και εξηγεί σε κάθε σχετική απορία πελάτη.
         «Και εγώ θέλω, όπως και εσείς Σάββατο να διασκεδάσω. Και πέραν αυτού εγώ κυρίως δουλεύω με επισκέπτες-έμποροι, αντιπρόσωποι- που έρχονται από πιο μακρινές περιοχές από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για εμπορικές δουλειές στις βιομηχανικές εταιρείες της περιοχής μας. Το Σάββατο έχω την μικρότερη κίνηση. Γι αυτό κλείνω το Σάββατο». Ενώ το ζαχαροπλαστείο και καφετέρια μαζί, στην πλατεία της πόλης μας κλείνει την Κυριακή. Αυτό αν είναι παράξενο.!    
         Αλλά ας επανέλθω στο Cado μια που βρίσκομαι δίπλα του . Εδώ μέσα μπήκα δυο φορές μονάχα στα είκοσι σχεδόν χρόνια που μένω στο χωριό αυτό.  Η πρώτη φορά ήταν η πρώτη μέρα που έφθασα εδώ. Με έφερε ο φίλος που με φιλοξένησε και ήπιαμε μια μπύρα. Του ζήτησα προηγουμένως να πάμε στη μπυραρία του Νικόλα, γνωστού μου από την Πατρίδα.  Αλλά φευ ! Ο φίλος μου δεν έμπαινε εκεί. Ήταν μαλωμένοι.    Τότε –πάνε 20 πια χρόνια-το πρώτο που μάθαινα στη Γερμανία ήταν οι μη καλές σχέσεις μεταξύ των Συνελλήνων. Τι στο καλό χωρίζαμε; Αλλά γιατί αναρωτιέμαι! Οι «τρισκατάρατες» κομματικές μας διαφορές !
         Πόσο μακριά πήγαινε η σκέψη μου! Σαν ταινία του σινεμά περνούσανε μπροστά μου τόσα και  τόσα γεγονότα και απλά περιστατικά, άλλα σπουδαία και άλλα ασήμαντα.
         Πόσες Θεέ μου προσπάθειες για το μόνοιασμα, το συναδέλφωμα των Ελλήνων και ιδιαίτερα  των συγχωριανών μου μέσα κυρίως από τον πολιτιστικό Σύλλογο που είχαμε ιδρύσει. Εδώ μέσα επίσης κουβαλήσαμε και όποιες διαφορές είχαμε στο χωριό μας.
         Δυστυχώς, σήμερα βρισκόμαστε σε πολύ  χειρότερη από την πρωτινή κατάσταση, γιατί «πιάσαμε» και κάνα κατοστάρικο στο χέρι μας και νιώθουμε πλούσιοι. Και κάθε πλούσιος γίνεται σοφός συγχρόνως. Κοινώς ξερόλας ! Τούτο είναι  γνωστόν και αν δεν είναι γνωστόν σε όλους mir egal(μιρ εγκάλ). Τουτέστιν αδιάφορον!
         Με αυτές και άλλες πολλές σκέψεις ο χρόνος πέρναγε και μέτρα πολλά κάλυπτα, για να φθάσω κοντά στο σπίτι που μένω.
         08.15΄πήγε η ώρα. 
     Τι μου ΄ρθε τώρα !
        Να κάνω ένα γύρο το τελευταίο οικοδομικό τετράγωνο. Και άρχισα να μετρώ τα βήματά μου. Kantstrasse 104, βήματα, Olgastr. 66 βήματα, Kernerweg 110 βήματα και Goethestr.60 Συνολικά 340 βήματα. Χρόνος 3΄. 113 βήματα κάθε λεπτό. 3 βήματα ίσον 2 μέτρα. 340 βήματα πόσα μέτρα; Απλή μέθοδος των τριών. Ήτοι 227 μέτρα περίπου. Με τι ασχολείται ο άνθρωπος ! Δε θέλει πολύ να χαζέψει ! Αλλά πείτε μου σας παρακαλώ ! Τέτοια ώρα και σε αυτή τη φάση, οτιδήποτε περνά από το μυαλό του καθενός. Μία γειτόνισσα με είδε τρεις φορές να περνώ από μπροστά της. Την πρώτη τη χαιρέτησα, τη δεύτερη υπομειδίασα και την τρίτη χασκογέλασα εγώ, το ίδιο έκανε και αυτή. Και τι να σκέφτηκε;
         Egal συνήθως λένε οι Γερμανοί. Αδιάφορον, όπως είπαμε είναι στα Ελληνικά. Αλλά δεν θα λέγαμε αυτό εμείς. Εμείς θα λέγαμε κάτι περίπου σαν το λαϊκόν: Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ! Να σας πω όμως εγώ τι σκέφτηκα, όταν είδα την κυρία έξω από την κεντρική είσοδο του σπιτιού της, να καπνίζει. Δεν της επιτρέπουν ο άνδρας της ή το παιδί- τα παιδιά να καπνίζει μέσα στο σπίτι και βγαίνει στο δρόμο. Βλέπεις τα περισσότερα γερμανικά σπίτια και όλα σχεδόν τα παλιά δεν έχουν εξώστες και για ένα κάπνισμα βγαίνουν στο δρόμο και στην καλύτερη περίπτωση στην αυλή. Τα τελευταία χρόνια τους κάνει τη χάρη ο ήλιος και βγαίνει πιο συχνά και έτσι τα νεόκτιστα τα κατασκευάζουν με εξώστες, να ζεσταίνουν το κοκαλάκι τους αρχίζοντας ηλιοθεραπείες μόλις «σκάσει» ήλιος και  χρησιμοποιούν τους εξώστες  και για καπνιστήρια.
         Από τότε που άρχισε η απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους, με μεγάλο χρηματικό πρόστιμο για κάθε παράβαση οι Γερμανοί το απαγόρεψαν και στο σπίτι τους. Μιλάμε για γερμανική πειθαρχία. Μέχρι εκεί φθάνει η βλακεία τους!
         Πλησίαζα στο σπίτι και ενώ σκεπτόμουνα το ζήτημα της απαγόρευσης του καπνίσματος, πήγα να δω την ώρα για να μετρήσω το χρόνο και σκέφτηκα:
         Και το θέμα της πειθαρχίας είναι πολύ μεγάλο και θα χρειαστώ ώρα πολύ να το αναλύσω και να το δουλέψω στο μυαλό μου. Ας το αφήσω για την επόμενη έξοδο-περίπατο.   Άνοιξα την αυλόπορτα. Την κλειδώνει η γιαγιά μας. Φοβάται. Όπου πόρτα και κλείδωμα. Και που να δει κανείς τις κλειδωνιές! Ασφαλείας και διπλοκλείδωμα. Και αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα και ευτράπελον πολύ.
         Γύρισα στο σπίτι. Περπάτησα μία ώρα περίπου. Δεν ήταν και άσχημα. Αύριο πάλι. Με το φως της μέρας όμως, γιατί όποιος τη νύχτα περπατά λάσπες και σκ… πατά. Και πού το ξέρεις; Μια του κλέφτη δυο του κλέφτη ……
         Εδώ μπορεί να μην κυκλοφορούν λαθρομετανάστες τύπου αγαπημένης μας Αθήνας, έχει όμως κάτι ξανθά κουρεμένα κεφάλια με μπότες μακριές, δερματοστιξίες και σιδερογροθιές, που μόλις τους αντικρίζεις λες:
         Πού είναι ο ίσκιος σου Θεέ, να με σκεπάσεις, μη με δούνε!.
         Γιατί άμα σε δούνε και τους σβουρίξει η τρέλα, άντε να τους αποδείξεις, πως δεν είσαι Οβριός!.

Ήταν ένα αφήγημα
27 Μαρτίου 2009
Geotas
  

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Ενδοσκοπήσεις


( Ένας διάλογος με τη συνείδηση)

   Ο καθένας αγαπά περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο τον εαυτόν του. Κατ΄ εξαίρεση θα έλεγα, πολλές μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους.
   Ο εαυτός μας είναι ο φίλος μας, είναι ο σύντροφός μας, η παρέα μας, η σκέψη μας, η συνείδησή μας.
   Στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη,  κοίταζα τον εαυτόν μου και ξαφνικά ακούω μια φωνή, κάτι σαν κραυγή.
  -Ποιος είναι; Ποιός μου μίλησε;
  -Εγώ είμαι, η φωνή σου.
  -Είναι αυτή η φωνή μου; Δεν την αναγνωρίζω.
  -Ναι, είναι η φωνή της συνείδησής σου.
  -Και τι θέλεις από μένα;
  -Θέλω να σε δικάσω.
  -Να με δικάσεις; Και ποιό είναι το κατηγορητήριο; Ποιά είναι η αξιόποινη πράξη που μου αποδίδεις;
  -Είναι πολλές, όχι μία.
  -Λοιπόν, να τις ακούσω και πιστεύω να μου δοθεί το δικαίωμα της απολογίας.
  -Βεβαίως ! Άκου λοιπόν τα εγκλήματα που διέπραξες: Λάθη, πάθη, έρωτες, αδυναμίες, εγωισμοί, παρορμητικές κινήσεις, εκδηλώσεις συναισθημάτων κάτω από επιδράσεις της καρδιάς. Θέλεις και άλλα να σου αραδιάσω;
  -Καλά, καλά, φτάνει. Δε σε αντέχω συνείδησή μου. Μη μου στέλνεις τώρα τις τύψεις, τις ενοχές, αυτές τις Ερινύες, τις φριχτές θεότητες που τιμωρούσαν κάθε άδικη πράξη. Τέλος πάντων , αυτές που δικάζουν τα πάντα.
  -Όχι τα πάντα, όχι τα πάντα. Αφήνουν έξω τα όνειρα, την αγάπη, την ελπίδα, τη συγνώμη.
  -Τη συγγνώμη; Και αυτή έξω από τις δίκες; Γιατί την εξαιρείς;
  -Διότι πρέπει να ξέρεις εαυτέ μου και να μην το ξεχνάς ποτέ, πως έχεις χρέος ιερό στη ζωή σου, να δίνεις τη συγγνώμη προσεκτικά και με φειδώ, με μέτρο και οικονομία. Και όταν ακόμα δεν αδικείς εσύ. Πρέπει να ξέρεις πότε έχεις αυτό το δικαίωμα, που είναι και υποχρέωση μαζί. Μόνο εκεί που χρειάζεται, αλλιώς είναι άχρηστη η συγγνώμη .
  -Και δε μου λες συνείδησή μου, πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;
  -Όλα τα ξέρω εγώ. Είμαι ο φύλακας Άγγελός σου.
  -Σιγά μην είσαι και ο Θεός μου !
  -Έε ! Όχι και Θεός ! Πες όμως, ότι είμαι ένας πολύ μικρός Θεός, όσο χρειάζεται για σένα και τον καθένα χωριστά.
Η συνείδηση είναι η φωνή της αλήθειας. Είναι η τόλμη σου, όταν διστάζεις να παίρνεις τις αποφάσεις σου. Τις σωστές αποφάσεις φυσικά ! Μην τρελαθούμε κιόλας. Αποφάσεις πολλές παίρνει ο καθένας. Πρόσεχε όμως ! Επαναλαμβάνω, τις σωστές, τις δίκαιες. Όχι τις γρήγορες, όχι του συμφέροντος, όχι της καρδιάς. Τις αποφάσεις της αλήθειας και της αγάπης. Αυτό πρέπει να το ξέρεις εαυτέ μου. Διαβάζεις Αγία Γραφή. Κάπου στο κεφάλαιο «Περί αγάπης» του Αποστόλου Παύλου γράφει «…..Όταν έχεις τη δύναμη να μετακινείς βουνά, όταν έχεις του κόσμου τις γνώσεις, αλλά δεν έχεις αγάπη, δεν είσαι τίποτα…» !
  -Με προβληματίζεις. Με κουράζεις. Με αρρωσταίνεις.
  -Βεβαίως. Και αυτό μπορεί να σου συμβεί. Αλλά εσύ ξέρεις, πως «τα αγαθά κόποις κτώνται». Πολλές φορές σου ζητώ να κάνεις και θυσίες ακόμα. Δεν με άκουγες τάχα που σου φώναζα και άλλες φορές; Μη μου παριστάνεις εαυτέ μου τον αδιάφορο. Τάχα η συνείδηση δεν είναι αυτή που σε κάνει να λες, καλή σου μέρα, καλή σου νύχτα ! Αυτές τις πολύ απλές λεξούλες που όμως σπάνια ένιωσες το πραγματικό τους νόημα. Γιατί σου έγινε συνήθεια, να τις λες.
Τώρα που με βλέπεις στον καθρέφτη σου, δεν καταλαβαίνω –θαρρείς –πως θέλεις να με φτύσεις; Έτσι απλά γιατί σιχάθηκες τον εαυτό σου. Δεν ακούω πως φοβισμένος αναρωτιέσαι κιόλας και μου λες:
Φταίω μόνο εγώ; Πρέπει να πληρώσω, γιατί άφησα το συναίσθημα να με παρασύρει;
  -Αα! Εαυτέ μου, συνείδησή μου, πώς μου μιλάς έτσι;. Τι είναι αυτά που μου λες; Το συναίσθημα αν δεν υπάρχει, τότε τι απομένει; Το συμφέρον; Η λογική;
  -Πρόσεχε ! Λάθος σκέφτεσαι. Πέταξε μακριά το συμφέρον. Δεν έχει καμιά σχέση με τη λογική.
  -Τότε δε μένει παρά μόνο η λογική.
  -Ναι, αλλά πρόσθεσε και την αγάπη και βρήκες το σωστό όνομα της συνείδησής σου. Λογική και αγάπη. Ελπίδα και όνειρα. Υποχρέωση, κατανόηση, συγνώμη.
  -Γι΄ αυτό λοιπόν με δικάζεις; Με δικάζεις γιατί περισσότερο άκουγα τη φωνή των αισθημάτων και της καρδιάς;
  -Ακριβώς; !
  -Έχεις δίκαιο συνείδησή μου. Δε σε άκουσα. Δε σε αγάπησα, όσο το αξίζεις. Εσύ μου φωνάζεις, να μην ακούω μόνο το συναίσθημα και την καρδιά, αλλά και τη λογική. Εσύ λοιπόν είσαι συνείδησή μου που μου φωνάζεις. Κάτι είχα καταλάβει. Γι΄ αυτό και πολλές φορές ζητούσα συγνώμη, ακόμα και από αυτούς που δεν την αξίζουν.
Εσύ συνείδησή μου την αξίζεις τη συγνώμη ! Το φρόνιμο όμως είναι να αποτρέπουμε τον εαυτό μας από ενέργειες για τις οποίες είμαστε μετέπειτα υποχρεωμένοι να ζητήσουμε συγνώμη. Δηλαδή να λειτουργούμε προληπτικά και όχι κατασταλτικά.

Geotas